- μούτρο
- το (Μ μοῡτρο και μοῡτρον)συν. στον πληθ. τα μούτρατο πρόσωπο, η όψη τού ανθρώπου, η μορφή, η φάτσα («πλύνε τα μούτρα σου»)νεοελλ.1. μτφ. α) ανήθικος άνθρωπος, κατεργάρης, φαύλος («είναι αυτός ένα μούτρο»)β) δύστροπος2. φρ. α) «με τί μούτρα να παρουσιαστώ» και «δεν έχω μούτρα να τόν δω» — λέγεται στις περιπτώσεις που ένας ντρέπεται να παρουσιαστεί ενώπιον κάποιου, τον οποίο έβλαψε ή εξαπάτησε ή κατηγόρησεβ) «τί μούτρα είναι αυτά» και «πήγε να δείξει τα μούτρα του» — λέγεται για πολύ άσχημο άνθρωπογ) «έχει μούτρα και μιλά ακόμη» — τολμά να παραπονείται ή να δικαιολογείται μετά από κάτι μεμπτό που έκανεδ) «παίρνω τα μούτρα μου» — τολμώ να κάνω κάτιε) «πήρα τα μούτρα μου κι έφυγα» — αναχώρησα καταντροπιασμένοςστ) «ξινίζω τα μούτρα μου» και «κατεβάζω τα μούτρα μου» και «κάνω μούτρα» — κάνω μορφασμούς που εκφράζουν τη δυσαρέσκειά μου, θυμώνω, κατσουφιάζωζ) «πέφτω με τα μούτρα» — επιδίδομαι σε κάτι με όλες μου τις δυνάμεις, αφοσιώνομαι σε κάτι με ζήλοη) «δεν είναι για τα μούτρα σου» — δεν σού αξίζειθ) «τό 'κάνες σαν τα μούτρα σου» — διαχειρίστηκες άσχημα μια υπόθεση ή ένα ζήτημα, κατέστρεψεςι) «μούτρα για σιδέρωμα» — λέγεται για αναιδή άνθρωποια) «θα σού σπάσω τα μούτρα»(ως απειλή) θα σέ χτυπήσω ή θα σέ γρονθοκοπήσω στο πρόσωποιβ) «τούς τά χτύπησα στα μούτρα» — τούς τά είπα από την καλή, δεν αποδέχθηκα αυτά που μού πρότειναν, τούς περιφρόνησα κι έφυγαμσν.χρησιμοποιείται μαζί με την κτητική αντωνυμία μου, σου, του για να δηλωθεί το ίδιο το πρόσωπο («ἐγώ 'μαι ὁ φταίστης; Ψεύγεσαι στὰ μοῡτρα τὰ δικὰ σου!», Ζην.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. mutria «σοβαρότητα, έπαρση». Δυσχερής είναι η παραγωγή τής λ. από τα μούρη - μουρώνω - μουρωτός, μούρωτον (> μοῦρτον > μοῦτρον). Κατ' άλλη ετυμολογία, η λ. προήλθε από αμάρτυρο *μούτρα < μσν. μούστρα < μόστρα < ιταλ. mostra (πρβλ. κεντίστρα -κεντήτρα, μοιρλογίστρα - μοιρολογήτρα)].
Dictionary of Greek. 2013.